ΥΠΟΘΕΣΗ
Γράφει ο Γιώργος Βοϊκλής
Δημοσιογράφος - Συγγραφέας
Ανάμεσα στα εκατοντάδες βιβλία που κατακλύζουν καθημερινά τις προθήκες των βιβλιοπωλείων και τις λογοτεχνικές σελίδες έντυπων και ηλεκτρονικών εφημερίδων και περιοδικών, ξεχωρίζουν κάποια που φωτίζουν σαν πυγολαμπίδες το σκοτεινό τοπίο του καιρού μας. Ένα από αυτά είναι το νέο ιστορικό μυθιστόρημα της Πίτσας Σωτηράκου με τίτλο «Μανιές γιαγιές».
Θέμα του η κρίση και τα μνημόνια της προηγούμενης δεκαετίας. Όσο για την ιστορική του διάσταση, προκύπτει από τις εκτενείς αναφορές σε ένα εν πολλοίς άγνωστο έγκλημα εις βάρος της χώρας μας: Την μεταφορά από τους Γερμανούς, το 1916, του Δ΄ Σώματος Στρατού σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στην πόλη Γκαίρλιτς της Γερμανίας όπου, οι Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες που υπηρετούσαν σ’ αυτό, κρατήθηκαν επί τρία χρόνια.
Του «Μανιές γιαγιές» έχουν προηγηθεί κι άλλα μυθιστορήματά της με κοινωνικό περιεχόμενο όπως:
-Το «Καιάδας Α.Ε.», με θέμα τις απαγωγές από το μαιευτήριο και τις παράνομες υιοθεσίες νεογνών.
-Το «Ο Αντώνης δεν θα σχολάσει απόψε», με θέμα τα εργατικά ατυχήματα και
- «Το φουστάνι της Κλεοπάτρας» με θέμα τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των πλανόδιων τσιγγάνων.
Και τα τρία έχουν εκδοθεί από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» και καταγράφουν, προφανώς, εμπειρίες και βιώματα από την υπηρεσία της συγγραφέως ως Παιδιάτρου σε δημόσιες δομές υγείας.
Στο νέο της μυθιστόρημα το κείμενό της ρέει σαν ορμητικός χείμαρρος, σχεδόν χωρίς σημεία στίξης και χωρίς παραγράφους στο μεγαλύτερο μέρος του, καταγράφοντας όχι μόνο την ομιλία και τους διαλόγους της αφηγήτριας, αλλά και τη σκέψη της, με τις ταχύτατες εναλλαγές και τους συνειρμούς της.
Αυτά τα πέρα από τους γραμματικούς κανόνες αποσπάσματα του κειμένου της δεν έχουν καμιά σχέση με το σκοτεινό – μεταφυσικό περιεχόμενο αντίστοιχων κειμένων άλλων συγγραφέων. Από αυτά αναδύεται ένας ζωντανός ρεαλισμός που αναδεικνύει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη σύνθετη και ρευστή διάσταση της κοινωνικής πραγματικότητας και της ζωής μας.
Συνδετικός ιστός ανάμεσα στο ιστορικό υπόβαθρο του μυθιστορήματος και τα γεγονότα των δυο πρώτων δεκαετιών του 21ου αι. στα οποία αναφέρεται η συγγραφέας, είναι τα κοσμήματα – οικογενειακά κειμήλια που αναγκάζεται να εκποιήσει λόγω της κρίσης η λογοτεχνική ηρωίδα της.
Η διαδικασία της εκποίησής τους από την ηλικιωμένη κυρία Χίλντα, που αντιμετωπίζει με αξιοπρέπεια και με αξιοθαύμαστη ψυχραιμία, αλλά και ευαισθησία, τις οδυνηρές συνέπειες της οικονομικής κρίσης, δίνει την ευκαιρία στη συγγραφέα να καταγγείλει στις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου της: «πηγάδια ανοιχτά έτοιμα να σε καταπιούν, πελώριες φράσεις: ΑΓΟΡΑ ΧΡΥΣΟΥ – η μόνη ανθούσα επιχείρηση στην Ελλάδα αυτήν την εποχή, η αγοραπωλησία χρυσού».
Πιο κάτω συμπληρώνει: «ο ορισμός της εξυπνάδας κατά τους ψυχολόγους είναι η ικανότης προσαρμογής στις επικρατούσες συνθήκες», λέει ο αγοραστής. Και η Χίλντα του απαντάει, μέσα της: «Και οι μαυραγορήτες της Κατοχής οι έξυπνοι της εποχής τους ήταν».
Η περιδιάβαση της Χίλντας στους δρόμους της Αθήνας δίνει την ευκαιρία στη συγγραφέα να αναφερθεί στις συγκεντρώσεις της πλατείας Συντάγματος: «εμπρός, πίσω τους, παντού πηγαδάκια, ομαδούλες: γηγενείς, μετανάστες, παρεπίδημοι, ιερωμένοι, εκπαιδευτικοί, εργάτες, φοιτητές, συνταξιούχοι. Όλα τα επαγγέλματα, όλες οι ηλικίες, άπαντα πλην των εξουσιαστικών τα κοινωνικά στρώματα και ρεύματα, ενταγμένα σε κόμματα ή ανένταχτοι, τα επίπεδα άπαντα ακρίτως. Με τα λάβαρα, τις σημαίες τους, άλλες κόκκινες, άλλες ροζ, άλλες γαλανόλευκες, σε κάποιους ανάμεικτες, με τα αιτήματά του ο καθείς. Ένας ιερέας φωνάζει με τη ντουντούκα του: Σπάστε τα δεσμά της εξουσίας».
Ένας ακόμη περίπατος της Χίλντας στο κέντρο της Αθήνας δίνει την ευκαιρία στη συγγραφέα να καταγράψει τη συμπεριφορά της αστυνομίας απέναντι στους διαδηλωτές: «Καθώς βρίσκονταν κοντά στην είσοδο του Μετρό, σώματα κολλημένα σ’ άλλα σώματα, μάζες πάνω σε συμπιεσμένες μάζες, χωρίς να μπορούν ν’ αντιδράσουν, να ξεφύγουν απ’ τον συνωστισμό, κατρακύλησαν σπρωγμένοι μέσα στα υπόγειά του αγεληδόν και μάλιστα πισώκωλα. Όπου, σαν να μην έφτανε το σκοτάδι και ο λιγοστός αέρας των διαδρόμων, τους έριξαν τόνους δακρυγόνων, χειροβομβίδων κρότου-λάμψης. «Δημοκρατία θέλετε; Πάρτε την. Ψωμί, Παιδεία θέλετε; Φάτε τες. ΟΧΙ ΣΤΑ ΜΝΗΜΙΝΙΑ; Αρπάχτε την. Ποντίκια στη φάκα σας, σκάστε, σκάστε. Πνιγόμαστεεε! Τόσο το καλύτερο, πνιγείτε». Και πνίγηκαν πράγματι άνθρωποι».
Αυτά για να μην ξεχνάμε από ποιο σκοτεινό τούνελ περάσαμε πριν από μια δεκαετία.
Αρκετά ακόμη συμπτώματα από τις συνέπειες της κρίσης είναι διάσπαρτα στις σελίδες του βιβλίου. Ο κεντρικός άξονας που το διατρέχει, ωστόσο, είναι η διαδρομή της οικογένειας της αφηγήτριας, που ξεκινάει το 1916 με τον έρωτα και το γάμο του πατέρα της –νεαρού αξιωματικού τότε του Δ΄ Σ.Σ. που αιχμαλώτισαν οι Γερμανοί- και της Γερμανίδας μητέρας της, προεκτείνοντάς την όμως σε βάθος τεσσάρων γενιών, δηλαδή σχεδόν δυο αιώνων, με τις εκτενείς αναφορές στη Γερμανίδα μητέρα της, στη μητέρα της και τη γιαγιά της, καθώς και αντίστοιχα στη μητέρα και τη γιαγιά του πατέρα της. Δηλαδή στις γιαγιάδες και τις προγιαγιάδες της και από τους δυο κλάδους του γενεαλογικού της δέντρου. Απ’ αυτές τις αναφορές, προφανώς, πήρε τον τίτλο του το μυθιστόρημα.
Δεν μπορώ να γράψω περισσότερα για την ιστορική διάσταση του μυθιστορήματος. Είμαι βέβαιος πως όταν ξεκινήσετε να το διαβάζετε θα σας παρασύρει, όπως εμένα, ο χειμαρρώδης λόγος του και δεν θα πάρετε ανάσα μέχρι να φτάσετε στην τελευταία σελίδα του.
Βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία με αναφορά στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν το Δ’ Σώμα Στρατού επιφορτισμένο να υπερασπιστεί την Καβάλα, αυτομόλησε στους Γερμανούς και εκείνοι το μετέφεραν στο Γκαίρλιτς σε στρατόπεδο αιχμαλώτων. Ηρωίδα του μυθιστορήματος είναι εγγονή του τοτινού αιχμαλώτου αξιωματικού, από την οποίαν έχει αποκρυβεί η πραγματικότητα της λιποταξίας. Πιστεύει πως η τρίχρονη παραμονή της καθώς και ο γάμος του παππού της στη Γερμανία οφείλονταν σε κάποια κρατική - τιμητική μάλιστα- αποστολή. Στην προσπάθειά της, ωστόσο, να αντιμετωπίσει την κρισιακή οικονομική της δυσπραγία εκποιώντας κινητά περιουσιακά της στοιχεία, μαθαίνει εντελώς συμπτωματικά την αλήθεια για την περιπέτεια του Δ’ Σώματος Στρατού, καθώς και του παππού της, οπότε θυμωμένη, καταπιάνεται στην έρευνα του γεγονότος και τα επακόλουθά του.
«Μανιές γιαγιές» ένα βιβλίο ντοκουμέντο για την οικονομική κρίση και τα βαθύτερα αίτια της.
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου, Συγγραφέας - Ιατρός
Το ιστορικό μυθιστόρημα «Μανιές γιαγιές» της καταξιωμένης γιατρού λογοτέχνιδας Πίτσας Σωτηράκου είναι νομίζω το πρώτο που καταγράφει διεξοδικά τα πάθη της μέσης αστικής τάξης από την «Κατοχή» της Τρόικα στην Ελλάδα και το μόνο που έχει σαν βάση μια άγνωστη σελίδα του Α Παγκοσμίου πολέμου, όταν το Δ Σώμα στρατού,
επιφορτισμένονα υπερασπιστεί την Καβάλα, αυτομόλησε στους Γερμανούς οι οποίοι το μετέφεραν στο Γκαίρλιτς μετατρέποντας το, σε στρατοπεδο αιχμαλώτων.
επιφορτισμένονα υπερασπιστεί την Καβάλα, αυτομόλησε στους Γερμανούς οι οποίοι το μετέφεραν στο Γκαίρλιτς μετατρέποντας το, σε στρατοπεδο αιχμαλώτων.
Το βιβλίο με τη γνωστή λογοτεχνική δεινότητα της ΠΣ ιστορεί την αποκάλυψη της αλήθειας για τη γερμανίδα γιαγιά της αφηγήτριας, όταν η εγγονή Χίλντα, πιεσμένη από την οικονομική κρίση ανοίγει το παλιό μπαούλο της γιαγιάς κι αρχίζει να ξεπουλά τα οικογενειακά κειμήλια.
Η αφήγηση ξεκινά μάλλον χιουμοριστικά με την πρώτη επίσκεψη σε ενεχειροδανειστήριο, την περιπέτεια -φυλάκιση στο τμήμα λόγω απώλειας του εισιτηρίου στο Μετρό, συνεχίζει με την περιγραφή της διάλυσης του αστικού ιστού και τη φτωχοποίηση μεγάλων τμημάτων του ελληνικού λαού, τα μαχητικά συλλαλητήρια με την σκληρή αστυνόμευση και τις προσπάθειες αλληλεγγύης και το αναγκαστικό ξεπούλημα, που έκανε τους νεότερους να συγκρίνουν με τη χουντική επταετία και τους γεροντότερους να διακρίνουν την επιστροφή στους μαυραγορίτες της Κατοχής.
Η αφηγήτρια ξεπουλώντας κομμάτι κομμάτι τα οικογενειακά κειμήλια, ανατρέχει στις μνήμες από τις δυο γιαγιάδες της, η μια ψυχρή γερμανίδα που ουδέποτε εντάχθηκε στην ελληνική οικογένεια και η άλλη, βαθειά θρησκευόμενη φιλομοναρχική αστή, περιγράφει τη σχέση της με τον οικογενειακώς αριστερών πεποιθήσεων σύζυγό της, την «ελληνική» προτεραιότητα στην ευμάρεια των παιδιών σε βαθμό υποσιτισμού για τους γονείς, για να καταλήξει στην με αφορμή την πώληση λευκωμάτων γραμματοσήμων συνταρακτική αποκάλυψη του ότι η γερμανίδα γιαγιά ήταν ναζί. Τα απατηλά παιχνίδια της μνήμης και η οικογενειακή αποσιώπηση συχνά μόνο μετά το θάνατο αποκαλύπτουν τα πρόσωπα κάτω από το προσωπείο και των εγγύτερων συγγενών και στη συγκεκριμένη ιστορία χρειάστηκε η οικονομική κρίση για την αποκάλυψη της αλήθειας.
Το βιβλίο μέσα από τις περιγραφές των συνθηκών «αιχμαλωσίας» αξιωματικών και φαντάρων, που ουσιαστικά απήχθησαν για να οδηγηθούν στο Γκαίρλιτς, καταγράφει το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο στην Ελλάδα με τις συνεχείς παρεμβάσεις των ξένων και το βαθύ διχασμό, που από τον Α Παγκόσμιο πόλεμο σημάδεψε την ελληνική κοινωνία, οδήγησε στον Εμφύλιο και ίσως ευθύνεται για την χρησιμοποίηση της χώρας σαν πειραματικού χοιριδίου στα οικονομικά παιχνίδια της ΕΕ.
Η συγγραφέας Πίτσα Σωτηράκου (η φίλη μου παιδίατρος Γαβριέλα Πολυχρονάκη Πασπαλιάρη) η οποία καταξιώθηκε στο συγγραφικό χώρο, περιγράφοντας κοινωνικά προβλήματα μέσα από τα βιβλία της «Ο Αντώνης δε θα σχολάσει απόψε», το «Καιάδας ΑΕ» (Σύγχρονη Εποχή) και «Το φουστάνι της Κλεοπάτρας» (Πατάκης) ήταν φυσικό να είναι η πρώτη, που καταγράφει λογοτεχνικά και την περίοδο της οικονομικής κρίσης.
Στον επίλογο του βιβλίου, που αναφέρεται στο σήμερα, η περιγραφή του κέντρου της Αθήνας, βασικά τα Εξάρχεια, στο οποίο επιστρέφουν οι πρωταγωνιστές μετά την αποστέρηση του ζωτικού καλλιεργήσιμου εδάφους, που επέβαλε στους αγρότες, η νέα νομοθετική τάξη, παραμένει ζοφερή.
«Μιαν Αθήνα δυστοπική, ψυχαναγκασμένη, χειραγωγούμενη, διαφορετική από αυτή που είχε αφήσει. Με κλούβες αγριευτικές τίγκα στρατά σε καίριες τριόδους της- του καιρού μας γνώρισμα παγκοσμιο- μια γειτονιά, τη γειτονιά της περιχαρακωμένη σε ζωή εν τάφω με τις μολότοφ και τις χειροβομβίδες κρότου λάμψης να προκαλούν κάθε τρις και λίγο στους έγκλειστους κατοίκους ασφυξία με τ’ ατέρμονα παιχνίδια «κλέφτες και αστυνόμοι» αναρχικών αστυνομίας μια πολυκατοικία, όπου και το διαμέρισμα κατάμαυρα.»
Το μυθιστόρημα δεν ανήκει στο εύκολο εύπεπτο ανάγνωσμα, αλλά είναι πολύτιμο για όσους θέλουν να σκεφθούν βαθύτερα και αγαπούν την ελληνική γλώσσα και τον επιδέξιο χειρισμό της.
Η αφηγήτρια ξεπουλώντας κομμάτι κομμάτι τα οικογενειακά κειμήλια, ανατρέχει στις μνήμες από τις δυο γιαγιάδες της, η μια ψυχρή γερμανίδα που ουδέποτε εντάχθηκε στην ελληνική οικογένεια και η άλλη, βαθειά θρησκευόμενη φιλομοναρχική αστή, περιγράφει τη σχέση της με τον οικογενειακώς αριστερών πεποιθήσεων σύζυγό της, την «ελληνική» προτεραιότητα στην ευμάρεια των παιδιών σε βαθμό υποσιτισμού για τους γονείς, για να καταλήξει στην με αφορμή την πώληση λευκωμάτων γραμματοσήμων συνταρακτική αποκάλυψη του ότι η γερμανίδα γιαγιά ήταν ναζί. Τα απατηλά παιχνίδια της μνήμης και η οικογενειακή αποσιώπηση συχνά μόνο μετά το θάνατο αποκαλύπτουν τα πρόσωπα κάτω από το προσωπείο και των εγγύτερων συγγενών και στη συγκεκριμένη ιστορία χρειάστηκε η οικονομική κρίση για την αποκάλυψη της αλήθειας.
Το βιβλίο μέσα από τις περιγραφές των συνθηκών «αιχμαλωσίας» αξιωματικών και φαντάρων, που ουσιαστικά απήχθησαν για να οδηγηθούν στο Γκαίρλιτς, καταγράφει το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο στην Ελλάδα με τις συνεχείς παρεμβάσεις των ξένων και το βαθύ διχασμό, που από τον Α Παγκόσμιο πόλεμο σημάδεψε την ελληνική κοινωνία, οδήγησε στον Εμφύλιο και ίσως ευθύνεται για την χρησιμοποίηση της χώρας σαν πειραματικού χοιριδίου στα οικονομικά παιχνίδια της ΕΕ.
Η συγγραφέας Πίτσα Σωτηράκου (η φίλη μου παιδίατρος Γαβριέλα Πολυχρονάκη Πασπαλιάρη) η οποία καταξιώθηκε στο συγγραφικό χώρο, περιγράφοντας κοινωνικά προβλήματα μέσα από τα βιβλία της «Ο Αντώνης δε θα σχολάσει απόψε», το «Καιάδας ΑΕ» (Σύγχρονη Εποχή) και «Το φουστάνι της Κλεοπάτρας» (Πατάκης) ήταν φυσικό να είναι η πρώτη, που καταγράφει λογοτεχνικά και την περίοδο της οικονομικής κρίσης.
Στον επίλογο του βιβλίου, που αναφέρεται στο σήμερα, η περιγραφή του κέντρου της Αθήνας, βασικά τα Εξάρχεια, στο οποίο επιστρέφουν οι πρωταγωνιστές μετά την αποστέρηση του ζωτικού καλλιεργήσιμου εδάφους, που επέβαλε στους αγρότες, η νέα νομοθετική τάξη, παραμένει ζοφερή.
«Μιαν Αθήνα δυστοπική, ψυχαναγκασμένη, χειραγωγούμενη, διαφορετική από αυτή που είχε αφήσει. Με κλούβες αγριευτικές τίγκα στρατά σε καίριες τριόδους της- του καιρού μας γνώρισμα παγκοσμιο- μια γειτονιά, τη γειτονιά της περιχαρακωμένη σε ζωή εν τάφω με τις μολότοφ και τις χειροβομβίδες κρότου λάμψης να προκαλούν κάθε τρις και λίγο στους έγκλειστους κατοίκους ασφυξία με τ’ ατέρμονα παιχνίδια «κλέφτες και αστυνόμοι» αναρχικών αστυνομίας μια πολυκατοικία, όπου και το διαμέρισμα κατάμαυρα.»
Το μυθιστόρημα δεν ανήκει στο εύκολο εύπεπτο ανάγνωσμα, αλλά είναι πολύτιμο για όσους θέλουν να σκεφθούν βαθύτερα και αγαπούν την ελληνική γλώσσα και τον επιδέξιο χειρισμό της.
..........................................................................................................
Ένας ορμητικός χείμαρρος Το ιστορικό μυθιστόρημα «Μανιές γιαγιές»
Γράφει ο Γιώργος Βοϊκλής
Δημοσιογράφος - Συγγραφέας
Ανάμεσα στα εκατοντάδες βιβλία που κατακλύζουν καθημερινά τις προθήκες των βιβλιοπωλείων και τις λογοτεχνικές σελίδες έντυπων και ηλεκτρονικών εφημερίδων και περιοδικών, ξεχωρίζουν κάποια που φωτίζουν σαν πυγολαμπίδες το σκοτεινό τοπίο του καιρού μας. Ένα από αυτά είναι το νέο ιστορικό μυθιστόρημα της Πίτσας Σωτηράκου με τίτλο «Μανιές γιαγιές».
Θέμα του η κρίση και τα μνημόνια της προηγούμενης δεκαετίας. Όσο για την ιστορική του διάσταση, προκύπτει από τις εκτενείς αναφορές σε ένα εν πολλοίς άγνωστο έγκλημα εις βάρος της χώρας μας: Την μεταφορά από τους Γερμανούς, το 1916, του Δ΄ Σώματος Στρατού σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στην πόλη Γκαίρλιτς της Γερμανίας όπου, οι Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες που υπηρετούσαν σ’ αυτό, κρατήθηκαν επί τρία χρόνια.
Του «Μανιές γιαγιές» έχουν προηγηθεί κι άλλα μυθιστορήματά της με κοινωνικό περιεχόμενο όπως:
-Το «Καιάδας Α.Ε.», με θέμα τις απαγωγές από το μαιευτήριο και τις παράνομες υιοθεσίες νεογνών.
-Το «Ο Αντώνης δεν θα σχολάσει απόψε», με θέμα τα εργατικά ατυχήματα και
- «Το φουστάνι της Κλεοπάτρας» με θέμα τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των πλανόδιων τσιγγάνων.
Και τα τρία έχουν εκδοθεί από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» και καταγράφουν, προφανώς, εμπειρίες και βιώματα από την υπηρεσία της συγγραφέως ως Παιδιάτρου σε δημόσιες δομές υγείας.
Στο νέο της μυθιστόρημα το κείμενό της ρέει σαν ορμητικός χείμαρρος, σχεδόν χωρίς σημεία στίξης και χωρίς παραγράφους στο μεγαλύτερο μέρος του, καταγράφοντας όχι μόνο την ομιλία και τους διαλόγους της αφηγήτριας, αλλά και τη σκέψη της, με τις ταχύτατες εναλλαγές και τους συνειρμούς της.
Αυτά τα πέρα από τους γραμματικούς κανόνες αποσπάσματα του κειμένου της δεν έχουν καμιά σχέση με το σκοτεινό – μεταφυσικό περιεχόμενο αντίστοιχων κειμένων άλλων συγγραφέων. Από αυτά αναδύεται ένας ζωντανός ρεαλισμός που αναδεικνύει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη σύνθετη και ρευστή διάσταση της κοινωνικής πραγματικότητας και της ζωής μας.
Συνδετικός ιστός ανάμεσα στο ιστορικό υπόβαθρο του μυθιστορήματος και τα γεγονότα των δυο πρώτων δεκαετιών του 21ου αι. στα οποία αναφέρεται η συγγραφέας, είναι τα κοσμήματα – οικογενειακά κειμήλια που αναγκάζεται να εκποιήσει λόγω της κρίσης η λογοτεχνική ηρωίδα της.
Η διαδικασία της εκποίησής τους από την ηλικιωμένη κυρία Χίλντα, που αντιμετωπίζει με αξιοπρέπεια και με αξιοθαύμαστη ψυχραιμία, αλλά και ευαισθησία, τις οδυνηρές συνέπειες της οικονομικής κρίσης, δίνει την ευκαιρία στη συγγραφέα να καταγγείλει στις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου της: «πηγάδια ανοιχτά έτοιμα να σε καταπιούν, πελώριες φράσεις: ΑΓΟΡΑ ΧΡΥΣΟΥ – η μόνη ανθούσα επιχείρηση στην Ελλάδα αυτήν την εποχή, η αγοραπωλησία χρυσού».
Πιο κάτω συμπληρώνει: «ο ορισμός της εξυπνάδας κατά τους ψυχολόγους είναι η ικανότης προσαρμογής στις επικρατούσες συνθήκες», λέει ο αγοραστής. Και η Χίλντα του απαντάει, μέσα της: «Και οι μαυραγορήτες της Κατοχής οι έξυπνοι της εποχής τους ήταν».
Η περιδιάβαση της Χίλντας στους δρόμους της Αθήνας δίνει την ευκαιρία στη συγγραφέα να αναφερθεί στις συγκεντρώσεις της πλατείας Συντάγματος: «εμπρός, πίσω τους, παντού πηγαδάκια, ομαδούλες: γηγενείς, μετανάστες, παρεπίδημοι, ιερωμένοι, εκπαιδευτικοί, εργάτες, φοιτητές, συνταξιούχοι. Όλα τα επαγγέλματα, όλες οι ηλικίες, άπαντα πλην των εξουσιαστικών τα κοινωνικά στρώματα και ρεύματα, ενταγμένα σε κόμματα ή ανένταχτοι, τα επίπεδα άπαντα ακρίτως. Με τα λάβαρα, τις σημαίες τους, άλλες κόκκινες, άλλες ροζ, άλλες γαλανόλευκες, σε κάποιους ανάμεικτες, με τα αιτήματά του ο καθείς. Ένας ιερέας φωνάζει με τη ντουντούκα του: Σπάστε τα δεσμά της εξουσίας».
Ένας ακόμη περίπατος της Χίλντας στο κέντρο της Αθήνας δίνει την ευκαιρία στη συγγραφέα να καταγράψει τη συμπεριφορά της αστυνομίας απέναντι στους διαδηλωτές: «Καθώς βρίσκονταν κοντά στην είσοδο του Μετρό, σώματα κολλημένα σ’ άλλα σώματα, μάζες πάνω σε συμπιεσμένες μάζες, χωρίς να μπορούν ν’ αντιδράσουν, να ξεφύγουν απ’ τον συνωστισμό, κατρακύλησαν σπρωγμένοι μέσα στα υπόγειά του αγεληδόν και μάλιστα πισώκωλα. Όπου, σαν να μην έφτανε το σκοτάδι και ο λιγοστός αέρας των διαδρόμων, τους έριξαν τόνους δακρυγόνων, χειροβομβίδων κρότου-λάμψης. «Δημοκρατία θέλετε; Πάρτε την. Ψωμί, Παιδεία θέλετε; Φάτε τες. ΟΧΙ ΣΤΑ ΜΝΗΜΙΝΙΑ; Αρπάχτε την. Ποντίκια στη φάκα σας, σκάστε, σκάστε. Πνιγόμαστεεε! Τόσο το καλύτερο, πνιγείτε». Και πνίγηκαν πράγματι άνθρωποι».
Αυτά για να μην ξεχνάμε από ποιο σκοτεινό τούνελ περάσαμε πριν από μια δεκαετία.
Αρκετά ακόμη συμπτώματα από τις συνέπειες της κρίσης είναι διάσπαρτα στις σελίδες του βιβλίου. Ο κεντρικός άξονας που το διατρέχει, ωστόσο, είναι η διαδρομή της οικογένειας της αφηγήτριας, που ξεκινάει το 1916 με τον έρωτα και το γάμο του πατέρα της –νεαρού αξιωματικού τότε του Δ΄ Σ.Σ. που αιχμαλώτισαν οι Γερμανοί- και της Γερμανίδας μητέρας της, προεκτείνοντάς την όμως σε βάθος τεσσάρων γενιών, δηλαδή σχεδόν δυο αιώνων, με τις εκτενείς αναφορές στη Γερμανίδα μητέρα της, στη μητέρα της και τη γιαγιά της, καθώς και αντίστοιχα στη μητέρα και τη γιαγιά του πατέρα της. Δηλαδή στις γιαγιάδες και τις προγιαγιάδες της και από τους δυο κλάδους του γενεαλογικού της δέντρου. Απ’ αυτές τις αναφορές, προφανώς, πήρε τον τίτλο του το μυθιστόρημα.
Δεν μπορώ να γράψω περισσότερα για την ιστορική διάσταση του μυθιστορήματος. Είμαι βέβαιος πως όταν ξεκινήσετε να το διαβάζετε θα σας παρασύρει, όπως εμένα, ο χειμαρρώδης λόγος του και δεν θα πάρετε ανάσα μέχρι να φτάσετε στην τελευταία σελίδα του.